παρακίναιδος

παρακίναιδος
ὁ, Α
(με επιτιμ. σημ.) ο κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κίναιδος «αισχρός, κακοήθης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρακίναιδος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίναιδος — ο (ΑΜ κίναιδος) ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν. αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.) αρχ. 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. κιναίδιον* 3. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”